- ξεδιάλυμα
- το, -ατος1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεδιαλύνω, το ξεκαθάρισμα, η διευκρίνιση.2. για όνειρα, η πραγματοποίηση της ερμηνείας που δόθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.